Καρυές Παυσανίας

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος (1942-1944)


Το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει τις Καρυές σε μια περίοδο πρωτοφανούς ευημερίας. Ωστόσο αμέσως ο αγώνας κατά των εισβολέων Ιταλών και στη συνέχεια Γερμανών κινητοποιεί όλους. Στρατεύονται εκατόν εβδομήντα (170) εκ των οποίων έπεσαν πέντε (5) και τραυματίστηκαν άλλοι δέκα πέντε (15). Η ηρωική εποποιία του πολέμου 1940-41 δυστυχώς τελειώνει με την κατοχή της χώρας από τα στρατεύματα του Άξονα.

Οι Καρυές κατά τη διάρκεια της κατοχής για την ασφάλειά του οργανώθηκαν με σκοπιές στις εισόδους του οικισμού και κατασκευή καλυβιών και παρατηρητηρίων (αμπριών) στο βουνό, όπου κατέφευγαν συχνά οι κάτοικοι για να γλυτώσουν τα δεινά. Παράλληλα διακόπτεται πάλι η επικοινωνία με την Βόρεια Αμερική, αφού ήδη ο Καναδάς πολεμά από το 1939 ως μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και από το 1942 και οι Η.Π.Α. Μάλιστα από τους Καρυάτες της Αμερικής στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο στρατεύτηκαν εκατόν δέκα (110) και επτά (7) σκοτώθηκαν.

Στο χωριό δραστηριοποιήθηκε τμήμα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, το οποίο συστάθηκε το 1942 υπό την αρχηγία του έφεδρου ανθυπολοχαγού Παρ. Λεβεντάκη, και το οποίο οργάνωσε αρκετές δολιοφθορές στα γερμανικά στρατεύματα. Δυστυχώς όμως δεν άργησαν τα αντίποινα των Ιταλών και Γερμανών κατακτητών να αγγίξουν και τους κατοίκους των Καρυών.

Το πρώτο επεισόδιο

Το πρώτο σοβαρό επεισόδιο έλαβε χώρα στις 18 Δεκεμβρίου 1942. Εκείνη τη βροχερή και ψυχρή μέρα και μετά από ενέδρα των ανταρτών εναντίον γερμανικής αυτοκινητοπομπής, οι κάτοικοι του χωριού από φόβο αντιποίνων μετακινήθηκαν στις γύρω πλαγίες, αφήνοντας στο χωριό μόνο πολύ ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά. Οι είσοδος και παραμονή των Ιταλικών στρατευμάτων στο χωριό κράτησε πολλές μέρες, στην προσπάθειά τους να πλήξουν το ηθικό των κατοίκων. Επειδή ο κόσμος που είχε καταφύγει στο βουνό δεν επέστρεφε, οι Ιταλοί τρομοκρατούσαν τους εναπομείναντες κατοίκους με λεηλασίες τροφίμων, συλλήψεις, ανακρίσεις, πυροβολισμούς στα τυφλά, βασανισμούς και κάψιμο σπιτιών. Όσοι γύριζαν υπό τις απειλές θανάτωσης των συγγενών τους, είχαν την ίδια μοίρα και χειρότερη. Όλα αυτά διήρκησαν μέρες και οι κάτοικοι υπέφεραν αρκετά.

Η μεγάλη δοκιμασία

Η μεγαλύτερη δοκιμασία όμως συνέβη στις 19 Σεπτεμβρίου 1943. Οι Γερμανοί έφτασαν αθόρυβα στις 5 τα ξημερώματα στις εισόδους του χωριού, αποκλείοντας μεθοδικά όλες τις διαβάσεις από και προς αυτό, εγκλωβίζοντας με αυτό τον τρόπο τους ανυποψίαστους κατοίκους. Μια φωνή από το ύψωμα του Αγ. Ιωάννη «Έρχονται οι Γερμανοί με αυτοκίνητα» ήχησε μαζί με την καμπάνα, σηκώνοντας άξαφνα τους κατοίκους από τον ύπνο τους, αλλά σύντομα διαπίστωσαν ότι ήταν πλέον αργά για να μπορέσουν να διαφύγουν στο βουνό. Όλες οι διαβάσεις ήταν ήδη κλειστές για αυτούς. Ακολούθησε μέσα στο λυκόφως πανικός, σύγχυση, τρόμος και στη συνέχεια άρχισαν οι φωτοβολίδες, οι ριπές από πολυβόλα, οι εκρήξεις από χειροβομβίδες και όλμους και οι κραυγές. Εκείνο το πρωινό σκοτώθηκαν εννέα (9) άνθρωποι, από 12 ως 60 χρόνων, και τραυματίστηκαν άλλοι τέσσερεις (4), από τους οποίους οι δύο (2) υπέκυψαν λίγες μέρες αργότερα. Ακολούθησε λεηλασία των σπιτιών, σημάδεμα αυτών που προορίζονταν για κάψιμο και συγκέντρωση των κατοίκων με ανάκριση τους. Έκαψαν και ανατίναξαν σπίτια και συνέλαβαν τριάντα ένα (31) άτομα για ομήρους, εικοσι ένα (21) από μία λίστα σε χαρτί και δέκα (10) από το σωρό των συγκεντρωμένων. Η λύτρωση των βασάνων ήρθε με τη έλευση του Αλ. Πέρσον, αντιπρόσωπου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Το σούρουπο ακολούθησε η αναζήτηση των νεκρών, ο θρήνος των συγγενών και οι κηδείες. Από τους ομήρους οι 21 κατέληξαν στις φυλακές Αβέρωφ της Αθήνας. Στη συνέχεια έξι (6) απελευθερώθηκαν, ένας (1) (Κ. Θεοδωρακάκης) βρέθηκε στη Γερμανία σε στρατόπεδο υποχρεωτικής εργασίας και δεκατρείς (13) στη Θεσσαλονίκη στο στρατόπεδο Παύλος Μελάς, οι οποίοι απελευθερώθηκαν τον Μάρτη του 1944.

Στις 26 Νοεμβρίου 1943 οι γερμανοί εφαρμόζοντας αντίποινα σε αμάχους για την επίθεση των ανταρτών στο Μονοδέντρι, εκτέλεσαν στην ίδια θέση 118 εκλεκτά τέκνα της Λακωνίας, οι οποίοι δεν είχαν καμία ανάμειξη με την επίθεση. Ανάμεσά τους ο εκλεκτότερος και αγαπητό παιδί της Αράχοβας ο γιατρός Χρήστος Ευθ. Καρβούνης. Ο ίδιος είχε τη δυνατότητα να γλυτώσει τη θανάτωση, καθώς αναγνωρίστηκε από τον επικεφαλή αξιωματικό των γερμανών, όμως αρνήθηκε την επιλογή αυτή και πέθανε και αυτός σαν ήρωας.

Το κάψιμο της Αράχοβας (14-15 Μαρτίου 1944)

Στις 11 το πρωί εισήλθαν στο χωριό οι γερμανοί, έστησαν φυλάκια και άρχισαν τη λεηλασία. Το κάψιμο των σπιτιών άρχισε το μεσημέρι, ξεκινώντας με την ανατίναξη του Σχολείου με νάρκη, η οποία γκρέμισε όλη τη δυτική γωνία του κτιρίου αχρηστεύοντας το και γεμίζοντας καπνό και σκόνη όλη την κάτω πλευρά του οικισμού. Οι γυναίκες του χωρίου έδειξαν μεγάλη αυτοθυσία εκείνη την ημέρα, καθώς κρύβονταν στους κήπους και έμπαιναν μέσα στα φλεγόμενα σπίτια προσπαθώντας να τα γλυτώσουν. Έσβηναν τις φλόγες που απειλούσαν τα σπίτια και άναβαν νέες στις εισόδους τους πάνω σε λαμαρίνες, καίγοντας παλιά ρούχα στην προσπάθειά τους να ξεγελάσουν του γερμανούς. Με αυτό τον τρόπο γλύτωσαν περίπου 40 σπίτια την πρώτη μέρα. Με το πέρας όμως της πρώτης μέρας ο απολογισμός έδειξε 200 σπίτια πυρπολημένα και 8 νεκρούς.

Την επόμενη μέρα συνεχίστηκε το κάψιμο όσων σπιτιών είχαν ακόμα στέγες, καίγοντας ακόμα 100 και σκοτώνοντας ακόμη έναν γέροντα. Ακολούθησε η ανατίναξη με νάρκες αυτή τη φορά του Ρολογιού που βρισκόταν στο ύψωμα του Αγ. Ιωάννη, με τα σίδερα και τσιμέντο από την έκρηξη να φτάνουν μέχρι τη Βρύση του Σάκαλη στο κάτω μέρος του χωριού. Όσοι είχαν προλάβει να διαφύγουν στο βουνό παρακολούθησαν αυτές τις δύο μέρες αποσβολωμένοι από ψηλά τις εκρήξεις, τη φωτιά και τις καταστροφές, βουβοί και ανήμποροι να αντιδράσουν. Η επιστροφή τους συνοδεύτηκε από το θλιβερό θέαμα των καμένων πέτρινων τοίχων που απέμειναν και τους σκοτωμένους συγγενείς και φίλους. Ακολούθησε για ακόμα μια φορά κηδείες και θρήνος.

Η κάτω συνοικία του χωριού κατεστραμένη
Η κάτω συνοικία του χωριού κατεστραμένη μετά το "κάψιμο της Αράχοβας" από τους Ναζί

Η τελευταία δοκιμασία

Ακολούθησε μια ακόμα δοκιμασία για το χωριό με την τελευταία μεγάλη επιδρομή των γερμανών στον Πάρνωνα από τις 23 Ιουνίου ως τις 8 Ιουλίου του 1944, κατά την οποία δοκιμάστηκαν οι κάτοικοι των 15 χωριών που βρέθηκαν στο δρόμο τους. Για μια ακόμα φορά επικράτησε τρομοκρατία, πυροβολισμοί, προσφυγή στα γύρω βουνά και ο θάνατος δεκατεσσάρων (14) ακόμα ανθρώπων από το χωριό.

Τον Σεπτέμβρη του 1944 άρχισε η αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Λακωνία και η οριστική απελευθέρωση της Αράχοβας.


Πηγή:
(1) Κ.Μ. Πίτσιος (1948), Καρυαι (Αράχοβα) Λακεδαίμονος, Ιστορική Λαογραφική Μελέτη

Προηγούμενο: Μεσοπόλεμος
Επόμενο: Οι Σύγχρονες Καρυές